Dictionary of Greek. 2013.
ψευδοτζαγγάρης — ὁ, Μ άτομο που κατασκευάζει ή επισκευάζει υποδήματα χωρίς να ξέρει την τέχνη, σκιτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + τζαγγάρης] … Dictionary of Greek